λιγνίτης

λιγνίτης
Μορφή ορυκτού άνθρακα, που χαρακτηρίζεται από το ότι διατηρεί ακόμα τα ίχνη της ινώδους υφής του ξύλου. Η ονομασία του προέρχεται από τη λατινική λέξη lignum, που σημαίνει ξύλο. Είναι άμορφο ιζηματογενές πέτρωμα και αποτελεί μια ενδιάμεση μορφή μεταξύ τύρφης και λιθάνθρακα. Έχει όψη μαύρη ή καστανόχρωμη και καίγεται με ευκολία, αναδίδοντας έναν βιτουμενούχο καπνό μαύρου χρώματος. Ο λ. δίνει οξικό οξύ με απόσταξη, όπως και το ξύλο, καθώς και άλλες βιτουμενούχες ουσίες και νερό. Η σκληρότητά του στην κλίμακα των ορυκτών είναι 2,5 και η πυκνότητά του 1,33 gr/cm3. Χρησιμοποιείται ως καύσιμη ύλη, είτε απευθείας είτε μετά από κατατεμαχισμό, πλύση και συγκέντρωση σε μικρές πλίνθους. Άλλη αξιόλογη χρήση του είναι η παραλαβή με απόσταξη του ημικόκ και των υγρών και αέριων υποπροϊόντων του. Η παγκόσμια παραγωγή του λ. είναι συγκεντρωμένη κατά το μεγαλύτερο μέρος στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη και στη Ρωσία. Οι κυριότερες χώρες παραγωγής είναι η Γερμανία, η Ρωσία και η Τσεχία. Ακολουθούν η Πολωνία, η Σερβία, η Βουλγαρία, η Αυστραλία, η Ουγγαρία, η Ρουμανία, η Ελλάδα και οι ΗΠΑ. Ο λ. αποτελεί τη σημαντικότερη ενεργειακή πηγή της Ελλάδας, καλύπτοντας το 84% της συνολικής ενέργειας, σύμφωνα με στοιχεία του 1998. Το 2000 η ετήσια παραγωγή λ. έφτασε τους 64.026.457 τόνους. Αποθέματα υπάρχουν στις περιοχές της Πτολεμαΐδας, της Μεγαλόπολης, της Φλώρινας, του Αλιβερίου και της Ελασσόνας. Βλ. λ. άνθρακες, ορυκτοί. Ο λιγνίτης, από τους πιο πρόσφατους σχηματισμούς απολιθωμένων ανθράκων, διαθέτει περιορισμένη θερμαντική δύναμη. Στη φωτογραφία, σημαντικά κοιτάσματα λιγνίτη.
* * *
ο
(ορυκτ.) γαιάνθρακας με καστανό ώς μαύρο χρώμα που έχει σχηματιστεί από την τύρφη, υπό την επίδραση μέσης πίεσης, αποτελεί ένα από τα πρώτα παράγωγα τής ενανθράκωσης και είναι ενδιάμεσο υλικό μεταξύ τύρφης και βιτουμενιούχου άνθρακα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. lignite < λατ. lignum «ξύλο» + κατάλ. -ite].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λιγνίτης — ο (λ. γαλλ.), γαιάνθρακας κατώτερης ποιότητας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άνθρακες, ορυκτοί — Χημικός όρος, γενικής σημασίας, με τον οποίο χαρακτηρίζονται οι πλούσιες σε άνθρακα ύλες, οι οποίες σχηματίζονται είτε με φυσική μετατροπή των φυτικών λειψάνων (o.ά.) είτε με τεχνητή, με την επίδραση θερμικής ενέργειας σε διάφορες οργανικές ύλες… …   Dictionary of Greek

  • Ντακότα, Βόρεια — (North Dakota). Πολιτεία (178.695 τ. χλμ., 620.700 κάτ. το 2003) των βορειοκεντρικών ΗΠΑ, που συνορεύει στα Β με τον Καναδά, στα Δ με τη Μοντάνα, στα Ν με τη Νότια Ντακότα και στα Α με τη Μινεσότα· τα σύνορα είναι όλα συμβατικά, εκτός από το… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… …   Dictionary of Greek

  • -ίτης — (ΑΜ ίτης) κατάλ. μεγάλου αριθμού αρσ. ουσ. τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος της με το ληκτικό στοιχείο ι , θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. πολ ίτης), απ όπου επεκτάθηκε, αργότερα, και σε άλλα θέματα (πρβλ. ζευγ… …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • βασιλικάτα — (Basilicata). Διοικητικό διαμέρισμα (9.992 τ. χλμ., 607.853 κάτ. το 1999) της Ν Ιταλίας, μεταξύ της Απουλίας, της Καμπανίας και της Καλαβρίας. Βρέχεται δυτικά από την Τυρρηνική Θάλασσα και ανατολικά από το Ιόνιο. Το αρχαίο της όνομα ήταν Λουκανία …   Dictionary of Greek

  • κάρβουνο — το (Μ κάρβουνο[ν] και κάρβωνον) 1. άνθρακας, ξυλάνθρακας, ξυλοκάρβουνο 2. μτφ. ερωτικός πόθος, πάθος («και να γροικού κάρβουνο στσι καρδιές τως», Πανώρ. νεοελλ. 1. κάθε είδος άνθρακα, γαιάνθρακας, λιγνίτης, λιθάνθρακας ή ξυλάνθρακας 2. (στη… …   Dictionary of Greek

  • λιγνιτωρύχος — ο εργάτης λιγνιτωρυχείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιγνίτης + ωρύχος (< ὀρύσσω), πρβλ. αδαμαντ ωρύχος, τυμβωρύχος] …   Dictionary of Greek

  • μοράβια — (τσεχ. Morava, γερμ. Mahren). Ιστορική γεωγραφική περιοχή (26.095 τ.χλμ., περ. 4.000.000 κάτ. το 1999) της Τσεχίας· αποτελεί, μαζί με τη Βοημία, μια από τις δυο περιοχές που αποτελούν την Τσεχία και διαιρείται διοικητικά στις επαρχίες της Βόρειας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”